περιγέλαστος

περιγέλαστος
-η, -ο
ο άξιος περίγελου, εμπαιγμού, ο καταγέλαστος, ο γελοίος: Έγινε περιγέλαστος σ' όλο το χωριό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιγέλαστος — η, ο / περιγέλαστος, ον, ΝΜΑ [περιγελώ] αυτός που γίνεται ή τού αξίζει να γίνει αντικείμενο κοροϊδευτικής και περιφρονητικής συμπεριφοράς, ο άξιος εμπαιγμού, καταγέλαστος, γελοίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”